Dictionary of Greek. 2013.
χαροκοπώ — έω και άω, μέσ. χαροκοπιέμαι, Ν (αμτβ.) διασκεδάζω συνεχώς, γλεντοκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + κοπώ*] … Dictionary of Greek